"Δημοσιογραφικό" blog είχα στο μυαλό, μα η απλή αναφορά δε μου ταιριάζει. Συνεπώς δοκιμιακού και λογοτεχνικού ύφους.
Σκέψεις, ιδέες, (απ)όψεις, συναισθήματα, φόβοι, χαρές, τέχνες... του σήμερα και του χθες.
Α, και φυσικά το διαχρονικό το μεταφράζω ως στασιμότητα του είδους μας.
Καλή ανάγνωση!
Y.Γ. Θα με βρείτε και στη σελίδα Κυανός. στο Facebook
Άφησα λουλούδια στο σημείο. Δε μπορείς να τα δεις. Ίσως και να μπορείς. Ποτέ δε θα μάθω. Εκεί που μ' άφησες είμαι ακόμα. Με λιγότερους φόβους για το τι ακολουθεί. Το μεγαλύτερο βήμα για ν' απεκδυθείς των φόβων σου εξακολουθώ να πιστεύω είναι το να πέφτεις με τα μούτρα σ' αυτούς. Τους ξεπέρασα. Προσπαθώ ακόμα κάποιους άλλους. Έτσι είναι η ζωή, όμως. Συνεχώς προσπαθούμε να παρακάμψουμε ένα φόβο ώστε να κοιτάξουμε πέραν αυτού. Ζωή...φοβίες και στόχοι...μοναξιά κι αγάπη...θάνατος. Ε και; Ποιο το νόημα όλων αυτών όταν φεύγεις; Ποιο το νόημα να περιμένω και να ξέρω ότι δε θα φανείς; Κανένα απολύτως. Απλά προσπαθούμε να γεμίσουμε τα κενά που οι ίδιοι δημιουργήσαμε. Όχι λόγω μαζοχισμού (πάντα), αλλά γιατί παίρνει χρόνο ν' ανακαλύψεις ότι ο,τι κάνεις δεν το κάνεις μονάχα για την πάρτη σου...
Ο,τι έκανα το έκανα για να μπορώ να συνεχίσω να ζω, με τις απουσίες, τις ελλείψεις και τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν εξαιτίας σου. Χθες πέρασα από το σπίτι που μένατε. Ήταν άδειο. Σαν στοιχειωμένο φάνταζε. Με ανατρίχιαζε η σκέψη των πόσο ωραίων και σοβαρών ή μη στιγμών που είχαμε ζήσει εκεί. Σαν άλλη ζωή. Και δεν πάει πολύς καιρός. Δε μπόρεσα να το κοιτάξω πολύ. Με πλήγωνε η σκέψη ότι αυτές οι στιγμές θα μένουν μόνο στη μνήμη. Όσων επέζησαν και όσων τους επέτρεψαν να επιζήσουν. Πίκρα κυρίως. Σπασμένες ελπίδες και αθεράπευτη δυσπιστία προς τους ανθρώπους. Περίμενα να ταξιδεύαμε παρέα, αλλά η αλήθεια παραμένει' το μεγαλύτερο ταξίδι στη Ζωή, μόνοι το κάνουμε. Γι αυτό επιλέγω να το κάνω χωρίς βαρίδια από δω και πέρα. Να, απλά πονά η θύμηση σου κάποιες φορές και θα πονά γιατί έτσι πρέπει. Να θυμάσαι τη γεύση της πληγής από τους ανθρώπους που έκανες τα πάντα γι αυτούς και σε πούλησαν, όταν εσύ πούλαγες την ψυχή σου στο διάολο, για να τους έχει ο Θεός καλά. Πόση ειρωνεία μέσα σε λίγο χρόνο να φτάνεις στην πηγή της γνώσης, από κει που καλά καλά δε γνώριζες από πού ξεκινά το μονοπάτι. Από κει που ζούσες στο βυσσινόκηπο, να βρίσκεσαι στο καταραμένο δάσος. Από κει που το λευκό σου έγινε γκρι, με μεγάλη προοπτική μαύρου. Δεν έχει να κάνει με το πόσο καλά πατούσαμε στα πόδια μας. Μας χτύπησαν από παντού και μάλιστα όταν δεν το περιμέναμε. Σταμάτα να μας κατηγορείς συνέχεια. Κάναμε ο,τι μπορούσαμε και περισσότερα απ' όσα είχαμε μάθει ως τότε. Απλά δεν είχες εμπιστευτεί όσα έβλεπα τα βράδια που έβγαινα απ' το σώμα σου. Δεν τα πίστευες. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε; Ποιος δε θα διχάζονταν; Σημασία έχει τώρα που δραπέτευσες, που τα είδες, που βεβαιώθηκες να μη μας επιτρέψεις να υποταχθούμε πάλι. Η αγάπη δεν είναι δικαιολογία. Πουθενά δεν οφείλεις υποταγή. Ούτε καν σ' αυτά που βλέπεις με γυμνό μάτι. Η υποταγή επί της γης είναι η χειρότερη μορφή σκλαβιάς. Φυλακίζει ότι ταξιδεύει πνευματικά, το καταστέλλει. Δε γεννήθηκες για να μετράς προβατάκια άλλωστε. Δε μπορέσαμε να το κάνουμε ποτέ, για να είμαστε ειλικρινείς. Πάντα υπήρχε λόγος που αργούσαμε να κοιμηθούμε. Ας το κατάλαβες αργότερα εσύ...
Δε μπορείς να συνεχίσεις να ζεις τη ζωή σου σ' αυτή την απέραντη θλίψη, μου ψιθύρισε. Ποιος μπορούσε να ξέρει, ποιος μπορούσε να μάθει το γιατί. Αχ κι αν ήξεραν. Πόση ξεροκεφαλιά; Πόσο πείσμα; Για το τίποτα όλα... Με περίμενε στην πόρτα. "Φύγε! Θα μείνω εδώ!", φώναξα. "Ίσως να προτιμώ να κοιμάμαι και να ξυπνώ με τα φαντάσματα του παρελθόντος, παρά να κυνηγάω κούφιες ελπίδες. Βαρέθηκα να κυνηγάω το οτιδήποτε, για να' μαι ειλικρινής. Δεν είναι ότι γυρνάω την πλάτη μου σε κάτι που ίσως αξίζει, αλλά έχω κουραστεί τόσο ! Θέλω απλά να κοιμάμαι, να ξυπνάω, να γελάω. Που ξέρεις, ίσως σύντομα αποφασίσω να βγω από εδώ μέσα χωρίς να φοβάμαι, να κρύβομαι. Έχω συμβιβαστεί με την απουσία, προσπαθώ να συμβιβαστώ και με την παρουσία μου τώρα. Θα σ' ενημερώσω μόλις έχω πρόοδο. Ευχαριστώ για την προσπάθεια."
Πρέπει να βουτήξεις πλήρως στα "σκατά" σου. Ναι, δε φαντάζεσαι πόσο όμως. Να αγχωθείς, ν' απελπιστείς. Να κάνεις διάλογο με τον εαυτό σου, τον άγγελο σου, τον διάολο σου. Και κλάμα, κλάμα ώσπου να σε πάρει ο ύπνος και, ξυπνώντας ωσάν λαβωμένος το πρωί, ανοίγοντας αργά τα μάτια, ρουφώντας αργά, την πρώτη τζούρα αέρα, για να την συνοδεύσεις με τσιγάρο και σκέτο καφέ, λίγο αργότερα. Να σ' ενοχλεί το φως. Να περπατάς με τα γυαλιά, για να μη φαίνονται τα μάτια σου. Να βλέπεις κόσμο να γελάει, ζευγάρια, παιδιά, τη θάλασσα, τον καθαρό ουρανό και να αναρωτιέσαι γιατί δεν κατάφερες να τα εκτιμήσεις νωρίτερα. Γιατί σε νευριάζει τόσο η όψη τους τώρα. Γιατί σε έκαναν να μην πιστεύεις πλέον σ' αυτά. Γιατί δεν τους επέτρεψες ποτέ να σου κάνουν αίσθηση. Να γυρίσεις πίσω σπίτι, να βυθιστείς πάλι στο ντελίριο των σκέψεων, με χρώμα αυτή τη φορά, χρεωμένο σε νότες αλκοόλ και παροξυσμό, με μπόλικη "αγάπη" χρεωμένο, απ' όσους δε βρίσκονται πλέον δίπλα σου. Με κορύφωση της πράξης, για άλλη μια φορά, εσένα, να διπλώνεις στο πάτωμα, δίπλα στα σπασμένα, οδεύοντας ακόμη μια μέρα σ' ένα θάνατο που θα σε διδάξει, μελλοντικά, πώς κάποιοι άνθρωποι μόνο μέσα από καθημερινό και αλλεπάλληλο θάνατο οδεύουν προς την πραγματική ζωή.