Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Μonkey Bussiness: Εταιρείες μαϊμού, ελληνιστί.



 

Η ζωή σε μια χώρα που η ζήτηση εργασίας είναι πολύ μεγαλύτερη από την προσφορά της δημιουργεί πάτημα εκμετάλλευσης των νέων για πολλές εταιρείες, υπαρκτές ή «φαντάσματα». Είναι της μοδός άλλωστε τέτοιες «μαϊμού», όπως τις αποκαλούν, εταιρείες που ανοίγουν και κλείνουν σαν τα μανιτάρια, η μια μετά την άλλη.
Η πρώτη μου επαφή, και όχι τελευταία, με μια τέτοιου είδους εταιρεία ήρθε το 2011. Η αγγελία ζητούσε νέους που επιθυμούσαν να εργαστούν για την εξυπηρέτηση πελατών σε μια εταιρεία μάρκετινγκ στο Αιγάλεω, χωρίς περεταίρω διευκρινίσεις. Στέλνω βιογραφικό, άμεση η επικοινωνία από μέρους τους. Ανυποψίαστος όντας, πήγα και ξαναπήγα μην προσδιορίζοντας ακριβώς με το αντικείμενο ενασχόλησής μου, μιας και δεν έλεγαν σε κανένα από την αρχή με τί εν ακριβεία θα ασχολείται και ότι στην εκπαίδευση θα του δείξουν...
Συμπέρασμα: Όταν από την αρχή δε σου λένε για τι θέση ΑΚΡΙΒΩΣ προορίζεσαι, μην κάνεις τον κόπο να σηκώσεις ούτε το ακουστικό. Το αντικείμενο ήταν πώληση πακέτου τηλεφωνίας πόρτα πόρτα. Βάσει στατιστικών, όπως εξηγούν τέτοιες εταιρείες, επισκέπτεσαι 100 σπίτια τη μέρα και ζήτημα να δεχτούν να σε ακούσουν 7. Από αυτούς, ο ένας ενδέχεται να κάνει συμβόλαιο και πράσινα άλογα.
Τηλεφωνικά κέντρα «βάσει καταλόγου», προώθηση προϊόντων μέσω τηλεφώνου, κέντρα «έρευνας» και πολλές εταιρίες «μάρκετινγκ» είναι κάποιες από τις απάτες που στήνονται για να τραβήξουν και να εκμεταλλευτούν νεαρά άτομα που έχουμε ανάγκη από δουλειά, χρήματα ή ο,τι.
Η εκμετάλλευση είναι δεδομένη μιας και στην καλύτερη ΑΝ τύχει και πληρωθεί ο εργαζόμενος λαμβάνει σε περίπτωση που είναι κάτω των 25 ετών, 220 ευρώ για το τετράωρο, ενώ για το οχτάωρο δεν είναι ούτε 500 ευρώ. Άνω των 25, είναι +30 ευρώ. Και μιλάμε για κούραση, όχι αστεία.
Εγώ ήμουν από τους τυχερούς που δεν έπεσα στην παγίδα μετά τη συνέντευξη. Ωστόσο, την έχω πατήσει έχοντας χάσει χρόνο να πηγαίνω σε συνεντεύξεις τέτοιες. Πλέον από την αγγελία και μόνο μπορώ να ξεχωρίσω τέτοιου είδους απάτες. Από το τηλεφώνημα που θα δεχτείς και τις ερωτήσεις που θα θέσεις στον τηλεφωνητή/τρια της αγγελίας , όταν επικοινωνήσουν μαζί σου, και που φυσικά δε θα μπορούν να απαντήσουν είναι το πρότελευταίο στάδιο γνώσης-εξακρίβωσης.
Επιλέγω να κλέισω, περιγράφοντας το σκηνικό που βίωσα σε τελευταία μου συνέντευξη σε μια τέτοια εταιρία. Μπαίνω, περιμένω και η γραμματέας μου δίνει μια φόρμα να συμπληρώσω τα στοιχεία μου (σχεδόν πάντα γίνεται αυτό). Την ρωτάω ποιο ακριβώς είναι το αντικείμενο της δουλειάς και μου τα μασάει. Σηκώνομαι να φύγω, έρχεται ο ανόητος καράφλας-συνεντευξιαστής. Σκέφτομαι δεν χάνω κάτι να τον δουλέψω λίγο κι εγώ...
Μπαίνω στο γραφείο του, άδειο με ένα τετράδιο πάνω στο γραφείο. Ξεσπάω σε γέλια. Σοβαρεύω απότομα. «Θέλουμε ανθρώπους με χαμόγελο. Όχι σοβαροφανείς», μου λέει. Δείχνω τα δόντια μου σαν τα άλογα (ή τον δουλεύουμε ή όχι;!). Αρχίζει να μου μιλάει για τις αρχές της εταιρίας που ειδικεύεται στο να προωθεί προϊόντα και στη σημασία της αμεσότητας. «Ώπα!», του λέω «πόρτα πόρτα ΔΕΝ μ’ ενδιαφέρει». Αρχίζει αν μου λέει ότι με 60% ανεργία εκεί έξω εγώ έχω την πολυτέλεια να είμαι επιλεκτικός και ότι είναι θράσσος για την ηλικία μου να μην δέχομαι να κάνω κάτι τέτοιο.
Σηκώνομαι, «είναι μια πολυτέλεια που την έχω ώστε να μην πέφτω θύμα σε ... απατεώνες σαν εσάς !» , του απαντάω, πετάω και το βιογραφικό στη μούρη του και φεύγω....
Μεγάλη ηδονή, μα ακόμα μεγαλύτερη η προειδοποίηση στα παιδιά που περίμεναν στο σαλόνι, τα οποία έφυγαν αμέσως φυσικα.

Υ.Γ. Το άρθρο αυτό το γράφω γιατί δεν χρειάζεται σε όλους το πάθημα να γίνεται μάθημα. Υπάρχουν και μαθήματα που κατανοούνται και χωρίς τη μεσολάβηση του βιώματος. Βλέπω πολλούς νέους που την πατάνε, ακούω και πολλά άσχημα βιώματά τους και θέλω να προφυλάξω όσους γίνεται απ’ όλο αυτό. Τελική συμβουλή: διαδικτυακή έρευνα πριν από όποια συνέντευξη κάπου.
Καλή συνέχεια!

Καθημερινή ιστορία: Ο φόβος μιας μάνας.


Η ικανοποίηση των γονιών με τα παιδιά τους, αν δε στηρίζεται στην ευτυχία των τελευταίων με τις επιλογές τους, τότε που;!



Τις προάλλες ενώ περίμενα το τραμ, κάπνιζε δίπλα μου μια κυρία η οποία μου απολογήθηκε γιατί φοβήθηκε ότι με ενοχλούσε ο καπνός. Της είπα ότι δε με πείραζε μιας και είμαι καπνιστής. «Να χαίρεσαι που ξυπνάς κάθε πρωί χωρίς καρκίνο», μου είπε και άρχισε να μου λέει το παράπονό της... ο γιός της, ηλικίας 38 ετών, ανύπανδρος, του οποίου πήγαινε να καθαρίσει το σπίτι, δεν την άφηνε να καπνίζει και μάλιστα μου είπε ότι της έριχνε νερό όταν την έπιανε με το τσιγάρο στο «διάλειμμά» της, ακόμα και στο μπαλκόνι.
«Μακάρι να παντρευόταν να ηρεμούσα κι εγώ πια, βαρέθηκα...». Ήρθε το τραμ και μπαίνω... Εκείνη παρέμεινε καθισμένη, καθώς θέλησε να περιμένει το επόμενο και άναψε τσιγάρο αμέσως μόλις έσβησε το προηγούμενο, σαν κάποιου είδους junky.
Αυτή η «γνωριμία» δεν κράτησε πάνω από 7 λεπτά και άρχισα να σκέφτομαι...
Α) Έχασε κάποιο συγγενή από καρκίνο ή απλά ήθελε να μεταδόσει κοινωνικό μήνυμα ως μεγαλύτερη.
Β)  Γιατί να παντρευτεί ο γιος της και με ποιον ακριβώς τρόπο θα την ηρεμούσε; Στο να καπνίζει απερίσπαστα; Να μην «αναγκάζεται» να του καθαρίσει το σπίτι ή ήθελε να δει εγγονάκι;
Γ) Γιατί ολόκληρος μαντράχαλος άφηνε τη μάνα του να καθαρίζει το σπίτι του;
Δε φάνηκε να την απασχολεί αν ο γιός της είναι ευτυχισμένος, ωστόσο εκείνη θα ηρεμούσε. Δε φάνηκε επίσης να την απασχολεί αν νοιαζόταν για το καλό της, ωστόσο εκείνη θα ηρεμούσε αν δεν είχε να του καθαρίζει για να μην της την λέει.
Μου φάνηκε εν μέρει εγωιστικό από ένα γονιό να ενδιαφέρεται τόσο για τη «βολή» του απ’ ότι του παιδιού του. Ίσως πάλι η βολή αυτή εξαρτιόταν από την ευτυχία του παιδιού της. Και ποιος της είπε ότι δεν ήταν ευτυχισμένος, αν και ανύπανδρος; Εκείνη δηλαδή που παντρεύτηκε ένιωθε ευτυχία;!
Το μόνο που σκεφτόμουν έπειτα, είναι τι κανει πραγματικά ευτυχισμένο ένα γονιό... η αυθεντική ευτυχία του παιδιού του ή το ιδανικό σχέδιο που έχει στο μυαλό του για αυτό;
Η αλήθεια είναι πως οι γονείς από τη στιγμή που γεννιέται το παιδί τους κάνουν σχέδια. Έτσι πρέπει, άλλωστε. Ωστόσο από τη στιγμή που αυτό μορφώνεται και διαμορφώνει τις δεξιότητές του, την προσωπικότητα και εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, θ’ ακολουθήσει το δρόμο του, όπως λένε...ή έτσι θα έπρεπε.
 Τα παιδιά, μέχρι την ενηλικίωσή τους παίρνουν όσα χρειάζονται από τους γονείς για να γίνουν ισορροπημένοι (ή μη)  πολίτες και να κατασταλάξουν στις προτιμήσεις τους, επαγγελματικές-ερωτικές-θρησκευτικές, βιοθεωρία γενικότερα.
Στις ευρωπαΪκές χώρες του εξωτερικού (π.χ. Γερμανία) τα παιδιά όταν γίνονται 18 φεύγουν από την πατρική εστία. Αυτό γίνεται για να μάθουν να επιβιώνουν μόνοι,  να εξερευνήσουν τον εαυτό και τις επιθυμίες τους... «να σταθούν στα πόδια τους», πλέον.
Στη χώρα μας δε γινεται αυτό, με εξαίρεση των φοιτητών σε άλλη πόλη, κατα κανόνα, αυτών που εργάζονται και των οικονομικά ευνοημένων. Πόσο μάλλον τώρα, ένεκα των δύσκολων οικονομικών συνθηκών.
 Ως φοιτητής, παρατηρώ πολλή πίεση στους συνομιλήκους μου, προερχόμενη από τους γονείς, κυρίως σε ο,τι αφορά την επιλογή του επαγγέλματος, αλλά και σε περισσότερα θέματα. Αγχώνονται... Και επηρεάζονται ακόμα και εξ αποστάσεως... από ένα τηλεφώνημά τους!
Το να δημιουργείς υποχείρια, δεν είναι ιδανικό. Βλέπω 30άρηδες, εργαζόμενους, να σκέφτονται τι θα πει η μαμά και ο μπαμπάς. Δείγμα ανελευθερίας πνεύματος.
Οι ανελεύθεροι, αυτοί, είναι οι αυριανοί πολίτες... αυτοί που υποτίθεται ότι θα κάνουν τη διαφορά και θα υψώσουν το κεφάλι από την ανέχεια που έχουμε περιπέσει εξαιτίας της κρίσης και των σκληρών μέτρων που επιβάλλονται από τις «μεγάλες» χώρες. Πως θα το κάνουν αυτό αν δεν μπορούν, αν δεν μπορούμε, να αποφασίσουμε μόνοι μας τι χρώμα παντελόνι θα φορέσουμε ή τι ώρα θα γυρίσουμε σπίτι ή με τι θέλουμε να ασχοληθούμε στη ζωή μας, ανεπηρέαστοι;  Ανελευθερία είναι βέβαια, να έχεις και τη μητέρα σου να σου καθαρίζει το σπίτι, πόσο μάλλον όταν παραπονιέται και η ίδια.
Όλοι θέλουν επίσης να δούνε τα παιδιά τους παντρεμένους και με παιδιά, ξεχνούν ωστόσο την παράμετρο ότι δεν προορίζονται όλοι για να γίνουν σύζυγοι ή γονείς ή ότι απλά δεν θέλουν, καθώς έχουν επιλέξει διαφορετικό τρόπο ζωής.
«Αν θέλεις να είσαι άγιος, δίδαξε καλά τα τέκνα σου. Διότι, σε διαφορετική περίπτωση, οι κακές πράξεις που αυτά θα κάμουν, σε σένα πρόκειται ν' αποδοθούν μετά», έγραψε ο Μοντεσκιέ. Οι κακές πράξεις ενδεχομένως να έρθουν υπό μορφή αντίδρασης στο μοτίβο ζωής που υποβάλλεται (και επιβάλλεται) από τους γονείς στα παιδιά, ενδεχομένως και ασυνείδητα. Με κάποιο τρόπο, όμως, πάντα έρχεται...  Ακόμα και το γεγονός ότι τα παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία, άνω των 20, στηρίζονται στους γονείς ακόμα και για κάτι που θα έπρεπε να στηρίζονται στον εαυτό τους, όπως ο γιός  της μητέρας-καθαρίστριας, της ιστορίας, «κακή πράξη» θεωρείται.  Ο χαρακτήρας διαμορφώνεται εν μέρη από τους γονείς αλλά πάντα υπάρχει και η προσωπική ευθύνη σε ότι κάνουμε.
Αν όμως μάθει ο καθένας να ακολουθεί τις επιθυμίες του και κάνει τις επιλογές του με δική του ευθύνη θα είναι χαρούμενος. Και ποια, φυσιολογική, μητέρα δε θα χαρεί να δει χαρούμενο το βλαστάρι της, ακόμα και αν ξεφεύγει από τις προσδοκίες της γι’ αυτό;
Η νουθεσία είναι απαραίτητη, όπως και οι συμβουλές. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να ταυτίζουν οι νέοι τα όνειρα των γονιών τους για εκείνους με τα δικά τους όνειρα. Αν αυτό συμβαίνει, η δυστυχία είναι βέβαιη για το νέο.
Η αγάπη είναι πάνω από κάθε εγωισμό και προσδοκία. Το να ζει κανείς και να εκφράζεται όπως ακριβώς θέλει, χωρίς να φοβάται ή να στενοχωριέται για τις αντιδράσεις των άλλων, και πόσο μάλλον των γονέων, που είναι το μικροσύστημα και ο πρώτος κοινωνικός φορέας ως παιδί, είναι ευλογία και ευτυχία. Ωστόσο, δεν είναι υπηρέτες και αυτοί που σε φέρνουν στον κόσμο ώστε να πατάς πάνω τους ακόμα και όταν έχεις διαμορφώσει το δικό σου δάπεδο.
Και όπως τραγουδά και η Dido, “no love without freedom”.


«CHECK IN @ΜΟΝΑΞΙΑ»


Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) μας κοινωνικοποιούν ή μας «μοναχικοποιούν»; So I wondered

 

Τις προάλλες βρισκόμουν σε ένα μπαρ με φίλους. Κάποια στιγμή, καθώς ένιωσα λίγη πλήξη, ξεκλέιδωσα το κινητό μου, μηχανικά,  για να ελέγξω τις ειδοποιήσεις μου στο Facebook. Αναρωτήθηκα, πόσοι ακόμα άραγε  να μπαίνουν σ’ αυτή τη διαδικασία. Παρατήρησα ότι οι περισσότεροι κρατούσαν το κινητό τους, smartphones πλέον, χαζεύοντας, γράφοντας κάποιο μήνυμα ή προσπαθώντας να μιλήσουν, με τη μουσική να τους δυσκολεύει. Συνειδητοποίησα ότι το μαγαζί ήταν γεμάτο από πηγαδάκια ανδρών ή γυναικών, singles προφανώς οι περισσότεροι, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχει καθόλου φλερτάρισμα ή κάποια αλληλεπίδραση μεταξύ τους, πέρα από την καθαρή οπτική. Μια τυπική συνύπαρξη, με κοινό παρονομαστή τον «έλεγχο» του κινητού τους.
Facebook, Instagram, Twitter και πολλές άλλες εφαρμογές, είναι από αυτές που κυριαρχούν στη ζωή μας πλέον και την καθορίζουν. Στα μέσα αυτά «λογοδοτείς» για το που θα πας, με ποιον, πως είσαι, τι σκέφτεσαι, αν είσαι σε σχέση και γενικά, ο εαυτός σου όλος ή, εν πάση περιπτώσε,ι αυτός που προβάλλεις. Φωτογραφίες από το φαγητό, τις διακοπές ή το νέο έρωτα, το νέο αμάξι, το σκυλί σου, κάτι που είδες στο δρόμο και σου έκανε εντύπωση. Με λίγα λόγια, η τέλεια διαφήμιση –ή δυσφήμιση- του καθενός που επιλέγει να προβληθεί μέσω των κοινωνικών δικτύων.
Το γεγονός αυτό, έχει αλλάξει τα δεδομένα και στο κομμάτι των διαπροσωπικών σχέσεων. «Από τη στιγμή που μπορείς να κάνεις -και καλά-  φιλίες ηλεκτρονικά ή να φλερτάρεις μέσω pokes και ηλεκτρονικών μηνυμάτων, γιατί να βγεις έξω;»  είναι μια άποψη που προβάλλουν πολλοί νέοι.
Είναι, βέβαια, πολύ πιο εύκολο και οικονομικό να κινείται κανείς από τον καναπέ του σπιτιού του γνωρίζοντας κόσμο, ωστόσο, οι επιπτώσεις  στην κοινωνικότητα  είναι εμφανείς, από το γεγονός ότι ζεις σε μια πόλη που τα μέλη της φοβούνται, δυσκολεύονται ή ο,τι, τελοσπάντων, να επικοινωνήσουν face to face και αρκούνται στη μάσκα του διαδικτύου και των μέσων του. Στο μετρό βλέπεις τυποποίηση τύπου ρομπότ, καθώς δεν ανταλλάσσεις καν ματιά με το διπλανό σου, ούτε ενδιαφέρεσαι να τον βοηθήσεις, ακόμα και αν πέσει. Φοράς τα ακουστικά και προχωράς. Δε σε νοιάζει αν σου γελάσει κάποιος που σου αρέσει. Έλα μωρε, τόσος κόσμος ψάχνεται στα media, σκέφτεσαι ή ακόμα χειρότερα, δεν χρειάζομαι άλλον, αφού θα τα φτιάξω με τον superman84, που ταιριάζουμε όπως φαίνεται από το badoo  ή το tinder.
 Όπως έχει ειπωθεί, άλλωστε, τώρα οι μεγαλύτεροι έρωτες ξεκινάνε με ένα accept και τελειώνουν με ένα μεγαλοπρεπές block. Οι σχέσεις που προκύπτουν μέσα από τα μέσα αυτά, όπως έχω παρατηρήσει καθώς και μέσα από μαρτυρίες φίλων και γνωστών, είναι βραχύβιες και περισσότερο στοχευμένες.
 Η τεχνολογία, αντί να απλοποιεί, περιπλέκει τα πράγματα και προσφέρεται για αδέξια λάθη και χειρισμούς από την πλευρά μας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς, πόσες ώρες έχει σπαταλήσει στο facebook να κατασκοπεύει το προφίλ του ενδιαφερόμενου προσώπου, να αναλύει και να αποκωδικοποιεί τις αναρτήσεις και τα σχόλια σε άλλους, καθώς και τα like που λαμβάνει ή κάνει για να καταλάβει αν φλερτάρει και με άλλα άτομα. Στο φλέρτ μέσω των social media τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο, μέχρι να αποδειχτεί το αντίθετο. Για παράδειγμα το γεγονός ότι κάποιος θα κάνει like σε ένα τραγούδι που μπορεί να έχουμε ανεβάσει μπορεί να σημαίνει από το να του αρέσει το τραγούδι αυτό καθαυτό μέχρι το να ψάχνει τρόπο προσέγγισης. Μέχρι να καταλάβουμε λοιπόν τι σημαίνει, έχουμε μπερδευτεί, έχουμε σπαταλήσει ώρες μπροστά στο λαπτοπ, ενώ, σύμφωνα με ειδικούς, έχουμε υπερεκτεθεί.
 Ένα από τα στοιχεία της γοητείας, είναι το μυστήριο που μας περιβάλλει. Από τη στιγμή που καταργείται το μυστήριο, με τη δημοσιοποίηση όποιας λεπτομέρειας της ζωής μας, δέχεται πλήξη και η γοητεία μας. «Η υπερέκθεση στα μέσα μας κάνει κακό και πολλές φορές λειτουργεί αρνητικά σε μια μελλοντική ερωτική μας σχέση»  υποστηρίζουν ειδικοί.
Αυτά, βέβαια, δεν αποτελούν αποτελέσματα της τεχνολογίας, αλλά της υπερασχολίας με αυτή. Όλοι παραπονιούνται για την κρίση και την «απέραντη» μοναξιά τους. Ότι δε βρίσκουν έναν άνθρωπο που να τους καταλαβαίνει  και δεν καταλαβαίνουν και το γιατί!  Αποφεύγουν όμως να δουν τις αιτίες τη στιγμή που «κλαίγονται» διαδικτυακά για την «κακή» τους μοίρα, ενώ υπάρχει περίπτωση να μην  ανταλλάξουν κουβέντα όλη μέρα με άνθρωπο, εξαιρουμένου του πληκτρολογίου.
Αντί να ενδιαφερόμαστε για το αν θα πρέπει να κοινοποιήσουμε την παρουσία μας σε κάποιο must μέρος, που θα μας κάνει να φανούμε cool, ίσως θα ήταν καλύτερο να πούμε μια καλημέρα στον άγνωστο γείτονά μας  ή το συμφοιτητή/συνεργάτη που βλέπουμε τα τελευταία τρία χρόνια, που ενώ δεν έχουμε γνωριστεί κάνουμε σα να μην υπάρχει.
Πριν την εποχή του facebook, οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν να γνωριστούν. Μόνοι δεν ένιωθαν, σε τέτοιο καθολικό σχεδόν σημείο που παρατηρείται σήμερα και ουσιαστικά ήταν πιο «ανθρώπινοι». «Ζούσαμε με τη δίψα της γνωριμίας και της επικοινωνίας μεταξύ ματιών και γλωσσών και όχι τοίχων και tweet» μου λέει η μητέρα μου όταν την ρώτησα πρόσφατα πως ζούσαν χωρίς τα μέσα αυτά.   
Η χρήση αυτών των  εφαρμογών, μπορεί να μας κάνει να πιστεύουμε ότι ξέρουμε κόσμο και ότι ζούμε γνωρίζοντας τα πάντα για αυτούς που μας ενδιαφέρουν  χάρη σ’ αυτά, μήπως όμως μας καθιστούν και προβλέψιμους; Ακόμα, νομίζουμε οτι κοινωνικοποιούμαστε τέλεια, μήπως όμως όταν βγαίνουμε δεν ξέρουμε καν πως να διασκεδάσουμε (γεγονός της ασταμάτητης χρήσης των κινητών έξω), σα να βγαίνουμε από σπηλιά ένα πράγμα; Και τέλοσπάντων, μήπως οι άνθρωποι που ζούσαν χωρίς facebook ήταν περισσότερο ευτυχισμένοι;  Μήπως πρέπει να θέσουμε κάποια όρια;

Για να το αναλογιστούμε καλύτερα...χωρίς post αυτή τη φορά.

FREE THINKING ZONE_Οίκος Ανοχής Σκέψης...


Καθισμένοι, απολαμβάνοντας τον καφέ, σε συνδυασμό με τη μυρωδιά του βιβλίου, σε ένα από τα λευκά τραπεζάκια, ακούγοντας χαμηλόφωνα jazz, συζητώ με τη γελαστή κυρία Αρετή, για το όμορφο βιβλιοπωλείο της. Η ιδέα της αυτή ήταν καρπός 20 ετών. Δεν ήξερε πως θα ήταν, ήξερε ότι ήθελε να το κάνει, όπως και το έκανε, αποφασίζοντας 8 μήνες πριν το ανοίξει το concept του μαγαζιού. Ήθελε κάτι που να μιλήσει στην καρδιά του προβλήματος της εποχής μας, «του ελλείματος κατανόησης και συνεννόησης». Πως καταφέρνει να μιλήσει; Με τα βιβλία και τις συζητήσεις που διοργανώνονται σε τακτική βάση, για την αναζήτηση νέων δρόμων, όπως περιγράφει.





Στο site του μαγαζιού αναφέρετε ότι η ανησυχία και η συνενόηση είναι τα ζητούμενά σας για φέτος. Έχετε καταλήξει κάπου μέχρι στιγμής;
Δεν είναι σκοπός μου να καταλήξω κάπου, διαφορετικά θα πρέπει να κλείσω το μαγαζί. Η συνενόηση είναι μια διαρκής προσπάθεια. Νωρίτερα, με άκουσες να μιλώ στο τηλέφωνο. Προσπαθούσα να συνεννοηθώ με κάποιους ανθρώπους, στα πλαίσια μιας εκδήλωσης που κάνω την άλλη εβδομάδα που έχουνε κληθεί είκοσι άνθρωποι και οι άλλοι δέκα που δε συμπαθούν τους άλλους δέκα προσπαθούν να με πείσουν πως δε θα ρθουνε, εκβιάζοντάς με, αν καλέσω τους άλλους δέκα, που είναι σοβαρότατοι και πολύ έξυπνοι άνθρωποι και οι μεν και οι δε, το οποίο είναι δείγμα μη πολιτισμού για μένα και ασυνεννοησίας. Ο,τι και να έχει ο απέναντί μας, όποιος και να ναι, ο μόνος τρόπος να καταφέρουμε να του «αλλάξουμε μυαλά» είναι να συζητήσουμε μαζί του, εξαιρώ σ’ αυτή τη ρήση περιπτώσεις κοινού ποινικού κώδικα, που σ’αυτά λαμβάνει η δικαιοσύνη το ρόλο της, εγώ δεν έχω να κάνω. Είμαι απλά o facilitator μιας ωραίας συζήτησης μεταξύ δύο διαφορετικών απόψεων, όσο αποκρουστικές και αν είναι οι απόψεις αυτές σ’ εμάς.

Με δικά σας λόγια, πως διαφοροποιείται το βιβλιοπωλείο σας από τα συμβατικά;
Αυτό ακριβώς, ότι δηλαδή δεν είμαστε ένα βιβλιοπωλείο στο οποίο η συναλλαγή περιορίζεται στο ράφι, δηλαδή διαλέγω το βιβλίο, το πληρώνω και φεύγω. Η συναλλαγή με το βιβλίο διευρείνεται σ’ αυτό το οποίο είναι το βιβλίο, δηλαδή στο περιεχόμενό του. Οπότε εμείς βγάζουμε το περιεχόμενο από το βιβλίο, το κάνουμε θέμα και με βάση το θέμα αυτό προτείνουμε τα βιβλία τα οποία ουσιαστικά μπορούν να απαντήσουν καλύτερα στο συγκεκριμένο θέμα, που έχει επιλεγεί.

Πως αντιμετωπίζετε τα βιβλία επομένως;
Ως είδος πολυτελείας. Γι αυτό και όλα εδώ μέσα είναι είδος πολυτελείας. Είναι συμβολική η χρήση ενός ακριβού καναπέ, ενός ακριβού χαλιού, μιας ακριβής τσάντας. Ουσιαστικά, είμαστε το μοναδικό βιβλιοπωλείο, το οποίο η τσάντα που βάζουμε το βιβλίο είναι εφάμιλλη ενός μαγαζιού μιας ακριβής μάρκας ρούχων, επώνυμης. Όταν είχε έρθει μια εκδότρια εδώ, μεγάλη σε ηλικία και πολύ καλή, μου είχε πει ότι τέτοια σακούλα ούτε στο Παρίσι δε δίνουν στα βιβλιοπωλεία και της απάντησα ότι είναι η ιδέα του βιβλιοπωλείου αυτού να αντιμετωπίζει τα βιβλία ως είδος πολυτελείας.

Και πώς πήρατε την απόφαση να ανοίξετε ένα τέτοιο μαγαζί σε μια τέτοια περίοδο, «κρίσης»;
Έλα ντε! (γέλια) Δεν την ξέρω αυτή την απάντηση. Πιστεύω αυτό το τετριμμένο.. ότι η κρίση είναι μια ευκαιρία. Είναι στον από κει χώρο του βιβλιοπωλείου, που είναι ο χώρος σύγχρονης σκέψης, που έχουμε τεράστιο έλλειμμα και πιστεύω πως είναι κατάλληλη ευκαιρία γιατί ο κόσμος τώρα αρχίζει και ψάχνει πράγματα μέσα του, ψάχνει να τα βρεί με τον εαυτό του, με την οικογένειά του, την κοινωνία, τους πολιτικούς μας... Ψάχνει να τα βρεί γενικά. Συνεπώς, για να ψάξεις να τα βρεις, σημαίνει ότι πρέπει να διαβάσεις λίγο περισσότερο, πρέπει να αναζητήσεις, ίσως, κάποια πράγματα που δεν έχεις συνηθίσει ν’ ακούς και να βλέπεις. Να κάνεις κάτι διαφορετικό. Οπότε είναι ευκαιρία να διαβάσουμε κι ένα βιβλίο το οποίο δεν μας είχε περάσει από το μυαλό να διαβάσουμε.


Ποιο το ηλικιακό φάσμα των πελατών και επισκεπτών;
Στην αρχή ήταν 35-45. Τώρα είναι 25-38. Έχω χαρεί πάρα πολύ που έχει μειωθεί το όριο ηλικίας, σ’αυτή τη γενιά δηλαδή. Για παράδειγμα την άλλη βδομάδα κάνουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με καλεσμένους τον πρώην πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Μητσωτάκη, το μεγάλο, και στο πάνελ έχουμε καλέσει μόνο ανθρώπους μέχρι 35 χρονών, είτε εκπροσωπούν κάποιο πολιτικό, είτε κάποιο κόμμα, είτε κάποιο ΜΜΕ , είτε κάποιο blog,  είτε κάποιον άλλο νεανικό φορέα (πχ startups).

Ποιός είναι ο τρόπος αντίδρασης των περαστικών-επισκεπτών στο πρωτότυπο αυτό βιβλιοπωλείο-καφέ;
Κοίτα, υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι΄ οι άνθρωποι που μπάινουν και οι άνθρωποι που στέκονται απ’ έξω. Οι άνθρωποι που στέκονται απ’έξω εντυπωσιάζονται περισσότερο με το «οίκος ανοχής» και απλώς το διακωμωδούν και υπάρχουν και αυτοί που ιντριγκάρονται με αυτό και μπαίνουν να δουν τι είναι αυτό το βιβλιοπωλείο. Αυτοί που μπαίνουν, μένουν κιόλας... είναι δηλαδή οι πιστοί πελάτες, όπως εσύ (γέλια).



Πιστεύετε ή και βλέπετε ότι έχει αλλάξει ο τρόπος αντιμετώπισης του βιβλίου, είτε από τους νέους είτε από μεγαλύτερους;
Όχι, απλά διαβάζουμε λίγο περισσότερο. Λίγο.

Απλά υπάρχει και η αντίστροφη άποψη, ότι εξαιτίας των ηλεκτρονικών μέσων, τα βιβλία μένουν στην άκρη και πλέον χρησιμοποιούνται τα ηλεκτρονικά βιβλία (ibooks, e-books).
Είμαστε πολύ μακριά ακόμα. Αυτή τη στιγμή, το ποσοστό στις ΗΠΑ είναι γύρω στο 20%.  Στην Ελλάδα στα δέκα βιβλία, είναι το μισό ηλεκτρονικό. Έχουμε δρόμο.

Πρόσφατα κάνατε το πρώτο βήμα σας και στην έκδοση. Τί απήχηση έχει η «Ζαζά»;
Είμαστε πολύ χαρούμενοι. Νούμερα δε κρύβω, τυπώσαμε αρχικά 1000 αντίτυπα, τέλη Νοεμβρίου το παρουσιάσαμε και μέσα σε ένα δίμηνο πρέπει να τέλειωσε η πρώτη έκδοση, το οποίο το θεωρώ πολύ καλό, με δεδομένο ότι το διανομέα-διακινητή τον πήραμε πριν ένα μήνα και το διακινήσαμε μόνο σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία της δικής μας αρεσκείας.


Νικά τελικά ο τολμών;
Ε, βέβαια! Πάντα νικά ο τολμών. Ακόμα και αν πεθάνει νικά, μετα θάνατον.

Είστε ευχαριστημένη δηλαδή;
Ναι. Είμαι ευχαριστημένη που το έκανα, είμαι ευχαριστημένη από τα πράγματα που γίνονται εδώ και που είναι ένα μαγαζί δυναμικό και εύπλαστο. Δηλαδή, δε μ αρέσει να είναι στερεότυπο. Μ’ αρέσει να κάνω πράγματα διαφορετικά, με διαφορετικούς ανθρώπους και διαφορετικές ομάδες. Και να γίνονται και πράγματα εδώ, από γάμοι, όχι να κάνω γάμους εδώ, αλλά έχουνε γνωριστεί άνθρωποι στον ένα χρόνο λειτουργίας του βιβλιοπωλείου που τώρα παντρεύονται. Από τέτοιους γάμους, μέχρι και γάμοι επαγγελματικοί, επιχειρηματικοί, λογοτεχνικοί, πολιτικοί, ίσως. Χτες, ας πούμε, είχαμε μια συζήτηση με θέμα «Κατανοώντας τις οικονομικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ», με έναν εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ, έναν Φιλελεύθερο κι έναν πρώην αριστερό που έγινε Φιλελεύθερος.

Επομένως βλέπετε πολλά. Γίνονται όλα σε ήρεμο περιβάλλον (κλίμα);
Ε, μια δυό φορές έχουν ανέβει οι τόνοι, αλλά γενικά ήρεμα. Ωραίες κουβέντες και με επιχειρηματολογία. Πολύ ωραίο κλίμα.

Και παρακολουθούν και νέοι αυτές τις συζητήσεις;
Νέοι από 25 ετών και άνω.

Κάποια πρωτότυπη κατηγορία βιβλίων που εμπορεύεστε και κάποια που έχετε αποκλείσει;
Τώρα ξεκινήσαμε να φέρνουμε και κόμιξ, σε συνεργασία με την comicdom, από σήμερα, πιστεύοντας ότι θα μικρύνει και το όριο ηλικίας (των πελατών), καθώς κόμικ διαβάζει, κυρίως, ο κάτω των 25.  Επειδή είναι μικρό μαγαζί και γενικά δεν είναι μαγαζί αποκλεισμών, αλλά κάπως πρέπει, επειδή δεν μπορείς -για παράδειγμα- αν σου έρθουν 1000 άνθρωποι, δε θα χωρέσουνε και αναγκαστικά θα πρέπει να αποκλείσεις τους 900 γιατί οι 100 χωράνε μόνο. Άρα επειδή υπάρχει αυτός ο φυσικός κανόνας, αναγκαστικά θα πρέπει να αποκλείσω και γω κάποια βιβλία. Επιλέγω λοιπόν βιβλία στο μαγαζί, τα οποία δεν είναι παραδοσιακά ευπώλητα. Δηλαδή αυτά τα οποία είναι best seller αυτή τη στιγμή εμένα δε τραβάνε. Π.χ,  εδώ μπορεί να πουλήσει ο Καστοριάδης πολύ και να μη πουλήσει ένα άλλο βιβλίο, το οποίο σε έναν εκδότη μπορεί να έχει πουλήσει 1000000 αντίτυπα. Οπότε έχω αποκλείσει αυτά τα βιβλία, τα best selling, και να σου πω την αλήθεια δεν τα έχει ζητήσει και ο κόσμος, π.χ «θέλω αυτό το βιβλίο» και δεν το είχα.

Είναι ίσως και το ηλικιακό φάσμα (25-38) που δε ζητά αυτά, τα best selling;
Όχι δεν είναι απαραίτητο. Και πολύ μεγάλοι και πολύ μικροί. Είναι αυτά τα οποία, εγώ λέω, δεν έχουν λογοτεχνική αξία ή δοκιμιακή αξία επίσης. Υπάρχουν δοκίμια τα οποία πρέπει να διαλέξω αυτά στα οποία πιστεύω, για να μπορέσω να τα πουλήσω κιόλας, όπως και άμα δεν τα πιστεύω, δε θα μπορώ να τα πουλήσω, αναγκαστικά. Και εγώ δεν είμαι άνθρωπος που θα βάλω στο ράφι κάτι και θα πώ ε, εντάξει δεν είναι ωραίο μωρέ, μην το παίρνεις. Ό,τι είναι εδώ είναι ωραίο, για μένα, και ο,τι δεν είναι ή μου τελείωσε ή δεν είναι ωραίο.



Το μαγαζί το έχετε μόνη ή με συνέταιρο; Μελλοντικά σχέδια;
Εδώ το έχω μόνη. Αλλά στη Θεσσαλονίκη που ανοίγουμε, με συνέταιρο.

Θα κάνετε δηλαδή «παράρτημα» στη Θεσσαλονίκη;
Όχι παράρτημα. Άλλο μαγαζί. Free thinking zone θα είναι, δε θα έχει το ίδιο concept. Το μαγαζί της Θεσσαλονίκης θα έχει πιο βαλκανικό χαρακτήρα. Θέλουμε να το κάνουμε ένα κέντρο βαλκανικού πολιτισμού. Ό,τι κάνουμε εδω, είναι στην ελληνική κλίμακα που είναι η αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας από λογοτεχνία, πολιτική κλπ που έρχονται όλοι και παρουσιάζουν π.χ από το Μαρωνίτη μέχρι τον Μητσωτάκη, είναι μεγάλη μου τιμή, όπως καταλαβαίνεις, ένας πρώην πρωθυπουργός που θα μπορούσε να γεμίσει αυτή τη στιγμή το σπόρτιγκ και το ολυμπιακό στάδιο, από κόσμο, να κάνει μια συγκέντρωση και να έρχεται σε ένα μαγαζί που χωράει βίαια 100 ανθρώπους. Με το ίδιο το σκεπτικό λοιπόν, η Θεσσαλονίκη θα πρέπει να είναι η αφρόκρεμα της λογοτεχνικής, κοινωνικής, πολιτικής ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ Θεσσαλονίκης. Σερβία, Βουλγαρία, Κόσσοβο, Ρουμανία, Τουρκία, γιατί όχι.

Ανθρωπισμός λοιπόν;!
Μα ναι. Είμαστε γείτονες, δηλαδή δε γίνεται να τα έχεις «κακά» με το γείτονά σου, σε όλα τα επίπεδα. Και επειδή είμαστε και συνδεδεμένοι πολιτισμοί, έχουν επηρεαστεί από το δικό μας πολιτισμό και έχουμε επηρεαστεί από τους δικούς τους. Οπότε δε μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να έχουμε σύνορα. Τουλάχιστον στον πολιτισμό, γιατί να έχουμε σύνορα;! Να μεταφραστούν Έλληνες συγγραφείς εκεί, να μεταφραστούν οι βαλκανικοί συγγραφείς εδώ. Οι Τούρκοι μεταφράζονται. Οι Έλληνες συγγραφείς δε μεταφράζονται. Δεν καταλαβαίνω το γιατί.
Όταν είπε για παράδειγμα ο Μπουτάρης να ανοίξει το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ και να βάλει μια ταμπέλα «εδώ γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ» πέσαν να τον φάνε όλοι ότι θα κάνει μνημόσυνο στον Κεμάλ Ατατούρκ. Μα είναι ιστορικό μνημείο, το ότι γεννήθηκε εκεί! Δηλαδή τί πειράζει να υπάρχει και μια πλακέτα «εδώ γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ»; Δεν είπαμε ότι ασπαζόμαστε την ιστορία του, αλλά είναι ιστορικό δεδομένο... δεν μπορείς να το κρύβεις. Με την ίδια λογική θα έπρεπε και αυτοί να γκρεμίσουν την Αγία Σοφία ή τέλοσπάντων να μη τη δείχνουν. Τη δείχνουν όμως! Και δεν κρύβουν ότι είναι η Αγία Σοφία που την έχτισε ο Ιουστινιανός κλπ κλπ. Συνεπώς, ανθρωπισμός.


*Free thinking zone - Σκουφά 64 και Γριβαίων, Αθήνα