Όταν μια ζωή ζεις κάτω από τέντες για να μη σε δει το φως του ηλίου, φοβάσαι το φως.
Δε ζεις δίχως σκιά, για να μην καεί το δέρμα, για να μπορείς να βλέπεις χωρίς δυσκολία, για να μη ζεσταθείς υπερβολικά. Ζεις σε σκιές και σκοτάδια. Όσοι ξέρουν να χαίρονται τον ήλιο δεν καταλαβαίνουν. Τους φαίνεται περίεργο. Ότι δεν είσαι καλά. Δεν έχουν άδικο. Η τέντα είναι ένα comfort zone που αν ανέβει δεν ξέρεις την αντίδρασή σου. Φοβάσαι μήπως λιποθυμήσεις, μήπως δεν έρθει κανείς να σου προσφέρει γυαλιά, μήπως χάσεις για πάντα τη σκιά και καίγεσαι ως το τέλος.
Μην ξεχνάς όμως ότι πάντα έρχεται και η νύχτα. Να πάρει το εκτυφλωτικό φως και τη ζέστη που εξουθενώνει όταν η θερμοκρασία είναι υψηλή. Και κάποια στιγμή συνηθίζεις να αντιπαρέρχεσαι το θάμπος και να βλέπεις, να τον χαίρεσαι και να μην το φοβάσαι.
Να ζεις ελεύθερα, έχοντας πετάξει και τον τελευταίο φόβο σου. Να ζεις δίχως τεχνητά μέσα και δικαιολογίες.
Μόνο τότε θα αγαπήσεις εαυτό και ύπαρξη. Αν όχι, πάντα όλα θα φαίνονται μάταια, πόσο μάλλον χωρίς τέντες και καβούκια που επιλέγουμε να θωρακίζουν τις μέρες μας.



