"Δημοσιογραφικό" blog είχα στο μυαλό, μα η απλή αναφορά δε μου ταιριάζει. Συνεπώς δοκιμιακού και λογοτεχνικού ύφους.
Σκέψεις, ιδέες, (απ)όψεις, συναισθήματα, φόβοι, χαρές, τέχνες... του σήμερα και του χθες.
Α, και φυσικά το διαχρονικό το μεταφράζω ως στασιμότητα του είδους μας.
Καλή ανάγνωση!
Y.Γ. Θα με βρείτε και στη σελίδα Κυανός. στο Facebook
Δε μπορείς να συνεχίσεις να ζεις τη ζωή σου σ' αυτή την απέραντη θλίψη, μου ψιθύρισε. Ποιος μπορούσε να ξέρει, ποιος μπορούσε να μάθει το γιατί. Αχ κι αν ήξεραν. Πόση ξεροκεφαλιά; Πόσο πείσμα; Για το τίποτα όλα... Με περίμενε στην πόρτα. "Φύγε! Θα μείνω εδώ!", φώναξα. "Ίσως να προτιμώ να κοιμάμαι και να ξυπνώ με τα φαντάσματα του παρελθόντος, παρά να κυνηγάω κούφιες ελπίδες. Βαρέθηκα να κυνηγάω το οτιδήποτε, για να' μαι ειλικρινής. Δεν είναι ότι γυρνάω την πλάτη μου σε κάτι που ίσως αξίζει, αλλά έχω κουραστεί τόσο ! Θέλω απλά να κοιμάμαι, να ξυπνάω, να γελάω. Που ξέρεις, ίσως σύντομα αποφασίσω να βγω από εδώ μέσα χωρίς να φοβάμαι, να κρύβομαι. Έχω συμβιβαστεί με την απουσία, προσπαθώ να συμβιβαστώ και με την παρουσία μου τώρα. Θα σ' ενημερώσω μόλις έχω πρόοδο. Ευχαριστώ για την προσπάθεια."
Πρέπει να βουτήξεις πλήρως στα "σκατά" σου. Ναι, δε φαντάζεσαι πόσο όμως. Να αγχωθείς, ν' απελπιστείς. Να κάνεις διάλογο με τον εαυτό σου, τον άγγελο σου, τον διάολο σου. Και κλάμα, κλάμα ώσπου να σε πάρει ο ύπνος και, ξυπνώντας ωσάν λαβωμένος το πρωί, ανοίγοντας αργά τα μάτια, ρουφώντας αργά, την πρώτη τζούρα αέρα, για να την συνοδεύσεις με τσιγάρο και σκέτο καφέ, λίγο αργότερα. Να σ' ενοχλεί το φως. Να περπατάς με τα γυαλιά, για να μη φαίνονται τα μάτια σου. Να βλέπεις κόσμο να γελάει, ζευγάρια, παιδιά, τη θάλασσα, τον καθαρό ουρανό και να αναρωτιέσαι γιατί δεν κατάφερες να τα εκτιμήσεις νωρίτερα. Γιατί σε νευριάζει τόσο η όψη τους τώρα. Γιατί σε έκαναν να μην πιστεύεις πλέον σ' αυτά. Γιατί δεν τους επέτρεψες ποτέ να σου κάνουν αίσθηση. Να γυρίσεις πίσω σπίτι, να βυθιστείς πάλι στο ντελίριο των σκέψεων, με χρώμα αυτή τη φορά, χρεωμένο σε νότες αλκοόλ και παροξυσμό, με μπόλικη "αγάπη" χρεωμένο, απ' όσους δε βρίσκονται πλέον δίπλα σου. Με κορύφωση της πράξης, για άλλη μια φορά, εσένα, να διπλώνεις στο πάτωμα, δίπλα στα σπασμένα, οδεύοντας ακόμη μια μέρα σ' ένα θάνατο που θα σε διδάξει, μελλοντικά, πώς κάποιοι άνθρωποι μόνο μέσα από καθημερινό και αλλεπάλληλο θάνατο οδεύουν προς την πραγματική ζωή.
Όταν η αυτοπραγμάτωση έρχεται μέσα από κάποιον άλλο, δεν είναι "αυτο-". Όταν όμως ο άλλος σε βοηθήσει να τη διακρίνεις... Τόσο δύσκολο, επίπονο. Μέρος του ταξιδιού πάντα, να κρατάς, πόσο μάλλον να σε κρατούν, όταν οι γωνίες σου έχουν φαγωθεί με τα χρόνια και οι επιφάνειές σου γλιστρούν από την κακοδιατήρηση... Φαγωμένα πανιά, τσακισμένα κουπιά, ποτέ δεν είναι αργά για το ναυπηγείο. Κάθε καράβι έχει καπετάνιο που ξέρει να το οδηγήσει και προς τα κει.
Τρόμαξα. Μου έλεγες ότι ήμουν ο άγγελός σου και ίσως να είχες δίκαιο... Σε είδα να ανεβαίνεις τη σκάλα για το σπίτι σου... καλοκαίρια, άνοιξη, χειμώνες... Ήταν λες και είχα κοκαλώσει. Είχα παραμείνει νέος, όπως είμαι τώρα. Στο ίδιο σημείο. Απλά σε έβλεπα να ανεβαίνεις τα σκαλιά, λες και πρόσεχα να μην πέσεις. Σε είδα όπως είσαι τώρα. Σε είδα με άλλο μαλλί, Σε είδα να γερνάς, να μεγαλώνεις, με γκρίζο μαλλί και να κρατάς μπαστούνι για ν' ανεβείς τη σκάλα. Με ψώνια ή χωρίς, με σκυθρωπή όψη ή όχι. Πάντα χωρίς παρέα. Ήμουν εκεί. Δε μπορούσες να με δεις. Απλά παρατηρούσα με βουρκωμένα μάτια και θρησκευτική ευλάβεια όλη την πορεία της ζωής σου, ως τα βαθιά γεράματα. Φοβόμουν μήπως πάθεις κάτι, μήπως δεν ήσουν καλά. Ξύπνησα τρομαγμένος, ταραγμένος. Με δάκρυα. Κατάλαβα απλά ότι κάποιοι άνθρωποι έρχονται δίπλα μας, κάποια περίοδο της ζωής μας, ίσως για να μας σώσουν. Κι όντως, ένα διάστημα, δίχως αυτούς δε θα τα καταφέρναμε. Ίσως να μη ζούσαμε κιόλας. Πού ξέρεις, αυτοί, εμείς ίσως να είμαστε οι φύλακες άγγελοι κάποιων ανθρώπων, αν υπάρχει αυτό σαν ορολογία ή ο,τι. Ίσως και η αποστολή ενός ανθρώπου. Να είναι τη σωστή στιγμή δίπλα του για να τον κρατήσει. Έπειτα είναι ελεύθερος....